- απομέσα
- επίρρ.1) изнутри;
απομέσα από την καρδιά μου — из глубины сердца;
2):απομέσα μου (σου, του — и т. д.) про себя;
διάβαζε το απομέσα σου — читай про себя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απομέσα από την καρδιά μου — из глубины сердца;
απομέσα μου (σου, του — и т. д.) про себя;
διάβαζε το απομέσα σου — читай про себя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απομέσα — επίρρ. τοπ., εσωτερικά, εντός: Φορώ κι άλλα ρούχα απομέσα. – Λέγε το μάθημα απομέσα σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απομέσα — (τοπ. επίρρ.) 1. από μέσα, από το εσωτερικό 2. στο εσωτερικό, στη μέσα επιφάνεια 3. διαμέσου, μέσα από 4. φρ. «μιλώ ή διαβάζω απομέσα μου» μιλώ ή διαβάζω χαμηλόφωνα ή χωρίς να μιλώ καθόλου … Dictionary of Greek